- γκρενά
- 1. το χρώμα τού καρπού τής ροδιάς2. πολύτιμος λίθος με αυτό το χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (γαλλ. grenat < λατ. granatum «ρόδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγραβανί — και αγραβανί και αγριβανί, το [ἀγραβανίς] βαθύ κόκκινο χρώμα (γκρενά), όπως το χρώμα τού καρπού τού φυτού αγραβανιά … Dictionary of Greek